ρεμπέτικος

ρεμπέτικος
-η, -ο, Ν [ρεμπέτης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ρεμπέτη
2. αυτός που ταιριάζει στο ρεμπέτη
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το ρεμπέτικο και τα ρεμπέτικα
μουσ. ονομασία με την οποία έγινε ευρύτερα γνωστό το αστικό λαϊκό τραγούδι που γεννήθηκε στα τέλη τού 19ου αιώνα, μέσα από τις εμπειρίες και τα ακούσματα τού περιθωρίου τών κατωτέρων τάξεων, ανδρώθηκε δημιουργικά στα χρόνια τού '20 και τού '30 με τις κοινωνικές ανακατατάξεις και τις μουσικές επιρροές που δημιούργησε η Μικρασιατική καταστροφή, για να κυριαρχήσει αλλά και να χαθεί με την μαζικοποίησή του τα τελευταία χρόνια τής δεκαετίας τού '50
4. φρ. «ρεμπέτικος χορός» — χορευτικός ρυθμός που αποτελεί συστατικό στοιχείο τού ρεμπέτικου τραγουδιού και βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό τού εκτελεστή, ενώ ο όρος αναφέρεται στους τρεις κυριότερους χορούς τού είδους: το ζεμπέκικο, το χασάπικο και το τσιφτετέλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ρεμπέτικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε ρεμπέτη: Τα ρεμπέτικα τραγούδια αρχικά τα δημιούργησαν ρεμπέτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”